Αμοργός

Με την πατρίδα τους δεμένη στα πανιά και τα κουπιά στον άνεμο κρεμασμένα
Οι ναυαγοί κοιμήθηκαν ήμεροι σαν αγρίμια νεκρά μέσα στων σφουγγαριών τα σεντόνια
αλλά τα μάτια των φυκιών είναι στραμένα στη θάλασσα
μήπως τους ξαναφέρει ο νοτιάς με τα φρεσκοβαμένα λατίνια 
κι ένας χαμένος ελέφαντας αξίζει περισσότερο από δυο στήθια κοριτσιού που σαλεύουν
μόνο ν' ανάψουνε στα βουνά οι στέγες των ερημοκλησιών με το μεράκι του αποσπερίτη
να κυματίσουνε τα πουλιά στης λεμονιάς τα κατάρτια
με της καινούργιας περπατησιάς το σταθερό άσπρο φύσημα
και τότε θα 'ρθουν αέρηδες σώματα κύκνων που μείνανε άσπιλοι τρυφεροί και ακίνητοι
μες στους οδοστρωτήρες των μαγαζιών μέσα στων λαχανόκηπων τους κυκλώνες
όταν τα μάτια των γυναικών γίναν κάρβουνα κι έσπασαν οι καρδιές των καστανάδων

...

Ξύπνησε γάργαρο νερό από τη ρίζα του πεύκου να βρεις τα μάτια των σπουργιτιών 
και να τα ζωντανέψεις ποτίζοντας το χώμα με μυρωδιά βασιλικού
και με σφυρίγματα σαύρας.
Το ξέρω είσαι μία φλέβα γυμνή κάτω από το φοβερό βλέμμα του ανέμου 
είσαι μια σπίθα βουβή μέσα στο λαμπερό πλήθος των άστρων.
Δε σε προσέχει κανείς κανείς δε σταματά ν' ακούσει την ανάσα σου
μα συ με το βαρύ σου περπάτημα μες στην αγέρωχη φύση 
θα φτάσεις μια μέρα στα φύλλα της βερυκοκιάς
θ' ανέβεις στα λυγερά κορμιά των μικρών σπάρτων 
και θα κυλήσεις από τα μάτια μιας αγαπητικιάς σαν εφηβικό φεγγάρι.
Υπάρχει μια πέτρα αθάνατη που κάποτε περαστικός 
ένας ανθρώπινος άγγελος έγραψε τ' όνομά του επάνω της 
κι ένα τραγούδι που δεν το ξέρει ακόμα κανείς
ούτε τα πιο τρελά παιδιά ούτε τα πιο σοφά τ' αηδόνια.
Είναι κλεισμένη τώρα σε μια σπηλιά του βουνού Ντέβι
μέσα στις λαγκαδιές και στα φαράγγια της πατρικής μου γης
μα όταν ανοίξει κάποτε και τιναχτεί ενάντια στη φθορά
και στο χρόνο αυτό το αγγελικό τραγούδι θα πάψει ξαφνικά η βροχή
και θα στεγνώσουν οι λάσπες τα χιόνια θα λιώσουν στα βουνά
θα κελαηδήσει ο άνεμος τα χελιδόνια θ' αναστηθούν οι λυγαριές 
θα ριγήσουν κι οι άνθρωποι με τα κρύα μάτια και τα χλωμά πρόσωπα 
όταν ακούσουν τις καμπάνες να χτυπάν μέσα στα ραγισμένα καμπαναριά
μοναχές τους θα βρούν καπέλα γιορτινά να φορέσουν και 
φιόγκους φανταχτερούς να δέσουν στα παπούτσια τους.
Γιατί τότε κανείς δε θ' αστιεύεται πια το αίμα των ρυακιών θα ξεχειλίζει  
τα ζώα θα κόψουν τα χαλινάρια στα παχνιά το χόρτο θα πρασινίσει στους στάβλους
στα κεραμίδια θα πεταχτούν ολόχρωμες παπαρούνες και μάηδες 
και σ' όλα τα σταυροδρόμια θ' ανάψουν κόκκινες φωτιές τα μεσάνυχτα.
Τότε θα ΄ρθουν σιγά-σιγά τα φοβισμένα κορίτσια για να πετάξουν
το τελευταίο τους ρούχο στη φωτιά κι ολόγυμνα θα χορέψουν τριγύρω της
όπως την εποχή ακριβώς που είμασταν κι εμείς νέοι κι άνοιγε ένα παράθυρο την αυγή 
για να φυτρώσει στο στήθος τους ένα φλογάτο γαρύφαλο.
Παιδιά ίσως η μνήμη των προγόνων να είναι βαθύτερη παρηγοριά 
και πιο πολύτιμη συντροφιά από μια χούφτα ροδόσταμο και το μεθύσι της ομορφιάς 
τίποτε διαφορετικό από την κοιμισμένη τριανταφυλλιά του Ευρώτα.
Καληνύχτα λοιπόν βλέπω σωρούς πεφτάστερα να σας λικνίζουν τα όνειρα
μα εγώ κρατώ στα δάχτυλά μου τη μουσική για μια καλύτερη μέρα.
Οι ταξιδιώτες των Ινδιών ξέρουνε περισσότερα να σας πουν 
απ' τους Βυζαντινούς χρονογράφους. 

...

Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω
εγώ που κάποτε σ' άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
και με τη χαίτη του φεγγαριού σ' αγκάλιασα
και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομένο τριφύλλι
μαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό
τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.

Ένα καράβι μπαίνει στο γιαλό ένα μαγγανοπήγαδο σκουριασμένο βογγάει
μια τούφα γαλανός καπνός μες στο τριανταφυλλί του ορίζοντα
ίδιος με τη φτερούγα του γερανού που σπαράζει
στρατιές χελιδονιών περιμένουνε να πουν στους αντρειωμένους το καλωσόρισες
μπράτσα σηκώνουνται γυμνά με χαραγμένες άγκυρες στη μασχάλη
μπερδεύονται κραυγές παιδιών με το κελάδημα του πουνέντε
μέλισσες μπαινοβγαίνουνε μες στα ρουθούνια των αγελάδων 
μαντήλια καλαματιανά κυματίζουνε
και μια καμπάνα μακρινή βάφει τον ουρανό με λουλάκι
σαν τη φωνή κάποιου σήμαντρου που ταξιδεύει μέσα στ' αστέρια
τόσους αιώνες φευγάτο
από των Γότθων την ψυχή και από τους τρούλους της Βαλτιμόρης
Κι απ' τη χαμένη Αγιά-Σοφιά το μέγα μοναστήρι.
Μα πάνω στ' αψηλά βουνά ποιοι να 'ναι αυτοί που κοιτάνε
με την ακύμαντη ματιά και το γαλήνιο πρόσωπο;
Ποιας πυρκαγιάς να 'ναι αντίλαλος αυτός ο κουρνιαχτός στον αγέρα;
Μήνα ο Καλύβας πολεμάει Μήνα ο Λεβεντογιάννης;
Μήπως αμάχη επιάσανε οι Γερμανοί με τους Μανιάτες;
Ουδ' ο Καλύβας πολεμάει ουδ' ο Λεβεντογιάννης.
ούτε κι αμάχη επιάσανε οι Γερμανοί με τους Μανιάτες.

Χρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και σφυρί
βασανισμένη καρδιά μου
με το χρυσάφι και τη φωτιά για να σου κάμω ένα κέντημα
ένα ζουμπούλι πορτοκαλιάς
μιαν ανθισμένη κυδωνιά να σε παρηγορήσω
εγώ που κάποτε σ' άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
και με τη χαίτη του φεγγαριού σ' αγκάλιασα 
και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομένο τριφύλλι
μαύρη μεγάλη μοναξιά με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό
τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.




Ο ιππότης και ο θάνατος

Καθώς σε βλέπω ακίνητο 
με του Ακρίτα τ' Άλογο και το κοντάρι του Άη-Γιωργιού να ταξιδεύεις στα χρόνια
μπορώ να βάλω κοντά σου
σ' αυτές τις σκοτεινές μορφές που θα σε παραστέκουν αιώνια
ώσπου μια μέρα να σβηστείς κι εσύ παντοτινά μαζί τους 
ώσπου να γίνεις πάλι μια φωτιά μες στη μεγάλη Τύχη που σε γέννησε
μπορώ να βάλω κοντά σου
μια  νεραντζιά στου φεγγαριού τους χιονισμένους κάμπους
και το μαγνάδι μιας βραδιάς να ξεδιπλώσω μπροστά σου
με τον Αντάρη κόκκινο να τραγουδάει τα νιάτα
με το Ποτάμι τ' Ουρανού να χύνεται στον Αύγουστο
και με τ' Αστέρι του Βοριά να κλαίει και να παγώνει-
μπορώ να βάλω λιβάδια
νερά που κάποτε πότισαν τα κρίνα της Γερμανίας
κι αυτά τα σίδερα που φορείς μπορώ να σου τα στολίσω
μ' ένα κλωνί βασιλικό κι ένα ματσάκι δυόσμο

...

Αυτός ο μαύρος τόπος θα πρασινίσει κάποτε
το σιδερένιο χέρι του Γκετς θ' αναποδογυρίσει τ' αμάξια
θα τα φορτώσει θημωνιές από κριθάρι και σίκαλη
και μες στους σκοτεινούς δρυμούς με τις νεκρές αγάπες
εκεί που πέτρωσε ο καιρός ένα παρθένο φύλλο
στα στήθια που σιγότρεμε μια δακρυσμένη τριανταφυλλιά
θα λάμπει ένα άστρο σιωπηλό σαν ανοιξιάτικη μαργαρίτα.


Νίκος Γκάτσος

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Στη Μέσα (μας) Μάνη

Οι "Αθηναίες" της Σοφίας Κροκιδά, είναι ένα ταξίδι στον ανθρώπινο χωροχρόνο

Το «Ταξίδι στα Κύθηρα» είναι ένα αληθινό ταξίδι.