Οι "Αθηναίες" της Σοφίας Κροκιδά, είναι ένα ταξίδι στον ανθρώπινο χωροχρόνο

Εννέα γυναίκες στην πόλη που δεν κοιμάται ποτέ. Στην πόλη του κόκκινου, στα μωβιά δειλινά και τις γκρι μπορντούρες της αθηναϊκής ρουτίνας, ανάμεσα στη μαγεία και τον ρεαλισμό, στις λεπτές γραμμές μεταξύ ρομαντισμού/ ευαισθησίας και πραγματικότητας, οι Αθηναίες ξαναγεννιούνται, χαράσσουν ξανά τη ζωή τους, θυμούνται, επιβιώνουν και ανακαλύπτουν τη ζωή απ’ την αρχή.

Με σημείο αναφοράς την Αθήνα, η Σοφία Κροκιδά, θέτει στο κέντρο των διηγημάτων της τον γυναικείο ψυχισμό και ιδεαλισμό, ιδωμένο μέσα από την αθηναϊκή παραζάλη, από τις αμέτρητες όψεις που παίρνει η πόλη που μας γοητεύει και παράλληλα μας απογοητεύει. Η μνήμη που προκαλεί πόνο, τα αστικά ερεθίσματα οξύνουν τις θύμησες και αναπόφευκτα, οι Αθηναίες προσδιορίζονται και επαναπροσδιορίζονται, μέχρι να βρουν τη δική τους απανεμιά.

Η Σοφία χρειάστηκε να επιστρατεύσει μεγάλες δόσεις λυρισμού, κατασκευάζοντας με ιδιαίτερη μαεστρία τα διηγήματα που μοιάζουν με πίνακες ζωγραφικής. Μικρές καθημερινές ιστορίες ηρώων, μιας ατελεύτητης Αθήνας, μιας πόλης με ατέρμονα ερεθίσματα και μικρά καθημερινά θαύματα, ιστορίες για τη ζωή στην πόλη, που όταν ολοκληρώνεται ο προορισμός της μέρας, η τελευταία πεθαίνει και την επομένη επαναδημιουργείται. Μια βόλτα στην Αθήνα είναι και μια βόλτα στη ζωή και την αναγέννηση εννέα γυναικών που διαμένουν στην Αθήνα. Μια νοσταλγική βόλτα στην πρωτεύουσα, ένα γλαφυρό ταξίδι στην πρώτη μεγαλούπολη, σε αράδες που νομίζεις ότι χαράσσεις με τα παπούτσια σου το αστικό πεζοδρόμιο, αντικρύζεις τα θλιμμένα ξύλινα παντζούρια της δεκαετίας του ’60, ακούς το φημισμένο άνευρο βουητό, τρως παγωτό στης Χαράς και κάνεις ένα πέρασμα από τις γειτονιές, στα πιο χαρακτηριστικά σημεία της πόλης, εκεί που μυρίζει μόχθος και κόπος, όπου οι καθημερινοί ήρωες, που προσομοιάζονται με τις Αθηναίες, γράφουν τις δικές τους ιστορίες με χώμα και πηλό, ενίοτε τις αναβιώνουν μέσα από προσωπικούς σκοπέλους και στο πλήρωμα του χρόνου, αγωνιούν να ξαναβρούν την προσωπική τους αφετηρία, χωρίς δεκανίκια, ακολουθώντας την εσωτερική τους φωνή.

Η ξενάγηση στην Αθήνα, όπως την εξιστορεί η συγγραφέας μας αλλά και οι ηρωίδες της, αποτελεί μια νοητική ξενάγηση στον ψυχικό τους πυθμένα, μια βουτιά μέχρι την προσωπική τους άβυσσο, ώσπου να βγουν στην επιφάνεια. Η Σοφία δημιούργησε τις Αθηναίες σαν το διαπεραστικό, διεισδυτικό και κοφτερό της βλέμμα να έκανε τα πάντα διάφανα, σαν όλα όσα συμβαίνουν στους ανθρώπους και τις ερμητικές πολυκατοικίες, τα ιερά και άλεκτα να τα κωδικοποίησε σε λέξεις, σύμφωνα με όσα τα μάτια της αγάπησαν να βλέπουν και όσα η λεπτότητα της ψυχής της έχει παρατηρήσει.

Κι αν η Αθήνα σκιαγραφείται σαν μέρος με φρενήρεις ρυθμούς, γίνεται, παράλληλα, η αφορμή, οι ηρωίδες του βιβλίου, να βρουν ένα νόημα σε αυτό που λέμε ζωή. Σε κάθε ιστορία, υπάρχει ένα ψυχικό ερέθισμα που θα αναβιώσει τα όνειρα και τις προσδοκίες τους, επενδυμένα με την εμπειρία της ενήλικης ζωής. Ένα έρεισμα ως αντιστάθμισμα στη σύγχρονη καθημερινότητα, μια συνθήκη επιβεβαίωσης ότι τα σώματα που αναβοσβήνουν τα φώτα της μεγάλης πόλης και την κρατούν ζωντανή, αποτελούνται τελικά από ψυχή. Εννέα διαφορετικές ιστορίες, εννέα διαφορετικά βιώματα, εννέα διαφορετικές προσωπικότητες, με κοινό παρονομαστή τις ανθρώπινες σχέσεις. Με διαφορετικές, όμως, αφετηρίες, οι ηρωίδες μας, μάς ξεναγούν στον ιδιωτικό τους χωροχρόνο, στη σπουδαία διαδικασία της εσωτερικής τους καταβύθισης, στο ταξίδι τους προς την ωριμότητα.  Στις μικρές προσωπικές ιστορίες που διηγήθηκε η Σοφία και εκτυλίσσονται στην Αθήνα, περιγράφεται η αναγνώριση της βαθιάς προσωπικής επιθυμίας και η ανθρώπινη δύναμη, μέσα από το στάδιο της πτώσης, γιατί καμιά προσωπική μετάβαση δε συμβαίνει αβρόχοις ποσί.

Οι Αθηναίες μάς αφηγούνται την όμορφη πόλη, μου μοιάζει λίγο με την τραγουδισμένη του Μίκη Θεοδωράκη. Μια πόλη μαγική, που έχει την ιδιότητα μέσα από το σκοτάδι της να σε ωθεί να βρεις το δικό σου φως. Μου υπενθύμισαν ότι είναι η πόλη με τους εκατομμύρια ανθρώπους τόσο οικείους μεταξύ τους, καμωμένους, όμως, από διαφορετικό μετερίζι. Οι Αθηναίες μάς μίλησαν για τη συμπόνια στον εαυτό μας, την ελευθερία, την ανάγκη να ακουμπάμε το χέρι στο διπλανό μας και να ξεκουράζεται η ψυχή μας και να πλησιάζει έστω και λίγο την ψυχή του άλλου.

Στη γραφή της Σοφίας, το διάχυτο φαντασιακό στοιχείο αντιτίθεται στον ψυχρό ρεαλισμό της πόλης, τονίζοντας την ψυχική ανάγκη των ηρώων, για την αναζήτηση της ελπίδας, της χαράς, της στροφής κατεύθυνσης στα λεπτά και τρυφερά σημεία της πόλης και τελικά της ζωής τους, που έχουν απωλεσθεί, κρυφθεί, αποσοβηθεί ή επιδέξια ξεχαστεί. Και ίσως ακριβώς σε αυτό το σημείο, επιλέγει η Σοφία να επικεντρωθεί, στα χρωματιστά, στην ομορφιά, στη ζωτικότητα της πόλης αυτής. Επιχειρείται μια στροφή του βλέμματος της συγγραφέως, της κατεύθυνσης των ηρώων αλλά και της δικής μας, στον πυρήνα της εσωτερικότητας, στην αγωνία της ανθρώπινης ύπαρξης, που ακολουθείται από την ενασχόληση με τη βαθιά γνώση του εαυτού και του άλλου και τελικά στην προσωπική μας ευτυχία. Σε αυτήν που κερδίσαμε, στη ζωή που βάφεται κόκκινη από ευτυχία, πάθος, αγάπη και γεμάτη από ζωή.

Τα δυο στάσιμα χρόνια της πανδημίας, του εγκλεισμού στις οικογενειακές αλλά και ατομικές μας εστίες, δε θα μπορούσαν να μην αποτελέσουν μέρος αυτών των τόσο περιγραφικών διηγημάτων για τις κοινωνικές και προσωπικές σχέσεις αλλά και τη σχέση μας με τον εαυτό μας, με τη συμπερίληψη και την απλότητα που απαιτούνταν. Γιατί ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνούμε αυτό που συνέβη για δύο χρόνια και άλλαξε τις ζωές όλων μας, είναι ο βιωματικός, η αφήγηση των ιστοριών, όταν έχουν ειπωθεί τόσα πολλά. Και αυτός είναι ένας τρόπος να θυμόμαστε, να μην ξεχνάμε, να αποτινάσουμε και μέσα από την αυτή τη διαδικασία να βελτιώνουμε ό,τι χρειάζεται. Και η αναφορά της Σοφίας, το κατάφερε.

Στα διηγήματα, βρίσκουμε την Ελένη του μπλε στην αιθάλη του έρωτα και στο νερό που εξαγνίζει. Μια ύπαρξη αιθέρια, που ίπταται, σαν την ερωτική αιθάλη, που δε συμβιβάζεται με τα γήινα. Ζει και βιώνει απόλυτα, όλα στον υπερθετικό βαθμό. Στη στιγμή της άχαρης ενηλικίωσης ή αλλιώς της επαφής με τα γήινα, η Ελένη βάζει τον εαυτό της στη θέση του παρατηρητή. Η Ελένη ξοδεύει αλλά δεν ξοδεύεται. Τα σημάδια της Ελένης, το πριν και το μετά. Το σημάδι πριν, που γίνεται η αφορμή να ξεκινήσει μια ιστορία και το σημάδι μετά, είναι εκείνο που την όρισε, την άλλαξε, την προσδιόρισε. Γιατί αυτή την ιδιότητα έχουν τα σημάδια. Ποτίζουν την εσωτερική σου ρίζα και ταυτοποιούν την προσωπική σου ιστορία. Και η Αθήνα της Ελένης, της αιθάλης και του νερού, μπορεί να χωρέσει σημάδια και ξέρει να κρατά κρυμμένα, τα ερωτικά μυστικά δύο ανθρώπων.

Η βασίλισσα στο Πεδίον του Άρεως, βρίσκει τελικά τη διέξοδο που αναζητά. Το ταξίδι της προς την ελευθερία είναι μια μεταμορφωτική διεργασία, που περιλαμβάνει ενοχλητικές αναθεωρήσεις, νοητικές ζυμώσεις, προσωπικό θρήνο, αποστασιοποίηση από το - μέχρι πρότινος - οικείο, πνευματικό θάνατο και τέλος, αναγέννηση και απελευθέρωση. Και η Αθήνα γνωρίζει από ζυμώσεις. Συνδιαλέγεται η ίδια με πλήθος ετερόκλητων ανθρώπων.

Η διάφανη ηρωίδα της κίτρινης Πατησίων κάνει ένα γενναίο πέρασμα από την παρελθοντική της αίγλη, από μια ζωή που πέρασε ανεπιστρεπτί, αντιστοιχίζοντας γλαφυρά τα αστικά απομεινάρια μιας εποχής γεμάτης, αληθινής και μεταξένιας, μπλεγμένα με τη σημερινή όψη της πόλης. Μια ιστορία κίτρινη, σαν τη ζωτικότητα της λάμψης που αφήνει η χρυσόσκονη όταν η ματαιότητα, το αίσθημα της μοναξιάς ανάμεσα στην πολυκοσμία, η αυτοτιμωρία της απόσυρσης, η αυτοεξορία από την εγκόσμια κενότητα όχι σαν εξαναγκασμό αλλά σαν απόρροια ανάγκης και πράξη επιλογής και η έλλειψη κατανόησης, μας καλούν να έρθουμε σε επαφή με την ανθρώπινη φύση μας που συχνά ξεχνάμε. Μη μου πείτε ότι στην Αθήνα το αίσθημα της μοναξιάς δεν παραμονεύει συχνά.

Στο παγωτό Σικάγο, η Μπέμπα αγκαλιάζει τρυφερά τον παρόντα εαυτό της και αποδέχεται το χρόνο που περνά σχεδόν ανέπαφα από πάνω της, κρατώντας ως πολύτιμο χαρτί νεότητας τη μνήμη. Το παρόν και το μέλλον διασταυρώνονται, η αποδοχή, η απουσία παραίτησης από τη ζωή, όσο εκείνη διαπερνά το κορμί μας, η ανάγκη για συμπόνια, κατανόηση και αλληλεγγύη, διατρέχουν την ιστορία. Στις μεγάλες πόλεις, όπως η Αθήνα, είναι περισσότερο αναγκαίο να αναζητήσουμε τη συμπόνοια.

Στην πόλη καιόμενη, η λιονταρίσια ορμή των νέων ανθρώπων εμποδίζεται από μια πρωτόγνωρη παύση στις ζωές, η έντονη μοναχικότητα και η ανάγκη για επικοινωνία, σύμπνοια και συμπόρευση με το συνάνθρωπο, είναι σπαραχτικά παρόντα και η εικόνα μιας πόλης που έχασε το σκοπό της, ακουμπούν στη σκέψη του αναγνώσματος. Στην Αθήνα, βρίσκουμε το κύτταρο των άπειρων ερεθισμάτων που χρειάζεται να γκρεμίσεις για να χτίσεις, ακόμα και μετά το δελτίο των 9.

Στη σκόνη, είδα σε γραμμές, τη ζωή που αλλάζει, την τακτοποίηση των προτεραιοτήτων, το κυνήγι της χίμαιρας, την αναζήτηση της ουσίας της ζωής, το νόημα της ευτυχίας σε μια σουρρεαλιστική βόλτα της Μυρτούς, μια βουτιά στο ασυνείδητο και την εσωτερική της φωνή. Διάβασα για την αγάπη, τη μνήμη και τη λήθη, για το ξεβόλεμα, το ρίσκο του ανήκειν, για τις επιλογές, όσα έμειναν και όσα έφυγαν, όσα κρατήσαμε κι όσα με πόνο αποχωριστήκαμε. Στο κέντρο της ιστορίας και του παρελθόντος, στην Αθήνα, η ζωή στρέφεται στο μέλλον.

Το δέντρο του Ιούδα συνδιαλέγεται με τους ευαίσθητους, ρομαντικούς ανθρώπους, με τις λεπτές ψυχικές χορδές, με τη μαγεία, την ανθρώπινη χημεία, την αλήθεια της στιγμής, τα ρίσκα, την αρπαγή ευκαιριών και στιγμών, τη στωικότητα, την εμμονή στην παρατήρηση και όχι στο κοίταγμα και η Αθήνα είναι πάντα παρούσα να χλευάζει τα οφθαλμοφανή.

Στο υγρό βύσσινο θα ταυτιστούμε με τους φόβους, τα πρέπει, τα ψυχικά θρύψαλα, τα ανέκφραστα πάθη, τα λάθη, τα βαρίδια των επιλογών, την οικειότητα και την κατάσταση
της αληθινής φιλίας. Η Αθήνα προσφέρεται για μια άβολη αναδρομή στη ζωή μας.

Στο φοίνικα, τέλος, συμπυκνώνεται το νόημα της ζωής, στις σύγχρονες σκιές ανθρώπων που έχουν ονομάσει τη στείρα ανταγωνιστική ρουτίνα της Αθήνας, φυσιολογική εξέλιξη της ζωής.

Για μένα, στα διηγήματα της Σοφίας η Αθήνα είναι ένας καμβάς. Οι ηρωίδες μας τοποθετούν τα χρώματα και απελευθερώνονται. Όσοι τελικά καταφέρνουν να αξιοποιήσουν την πολυπλοκότητα της πόλης για να ξαναβρεθούν με τον εαυτό τους, τότε ο σκοπός έχει βρει το δρόμο του. Στη βουή του κόσμου καταφέρνουν να μη χάσουν την επαφή με το κέντρο τους. Η Σοφία μου θύμισε ότι μας λείπει λίγη μαγεία!

Που ξεκινάει η επιβίωση και που ολοκληρώνεται η πραγματική ζωή; Μήπως οι άνθρωποι, ανάμεσα στην αστική κανονικότητα προσπερνούν την καθημερινή μαγεία και ποια κανονικότητα είναι τελικά αποδεκτή; Ποια αφορμή υπάρχει για την πνευματική μας ανάταση και όχι αλλοίωση; Ερωτήματα που γεννιούνται με το πέρας της ανάγνωσης.

Διαβάζοντας τις Αθηναίες στο μυαλό μου ήρθε η οικεία μυρωδιά της Αθήνας, που για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω τον τρόπο να την προσδιορίσω! Και φυσικά θα κλείσω, με μια φράση του βιβλίου. «Χαιρέτησαν τα νεοκλασικά με τις ανάγλυφες κολόνες και τα αετώματα, την Κάζα ντ’ Ιτάλια, το σπίτι της Μαρίας Κάλλας και το Πολυτεχνείο, τους γκρεμισμένους κινηματογράφους και τη «Χαρά», τόσα και τόσα αθέατα αθηναϊκά μνημεία που λυγίζουν κάτω από την αδιαφορία της καθημερινότητας και ανθίζουν μέσα απ’ τα μάτια αυτών που βλέπουν».


* Οι Αθηναίες της Σοφίας Κροκιδά κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ανεμολόγιο

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Στη Μέσα (μας) Μάνη

Γιούλικα Σκαφιδά