...Ο Βάλτερ την ακολούθησε αφήνοντας μια μικρή απόσταση και έσπρωξε με άνεση την πόρτα που είχε μπει. Τη βρήκε ακίνητη μπροστά στον ορθογώνιο καθρέφτη, ιδανικά ολοκληρωμένη, με το αθέατο μισό της ένα ορθό είδωλο που του γύριζε την πλάτη κι όμως ήταν παρόν, σαν κάτι εν δυνάμει ερωτικό, ηδονικό κι οδυνηρό συγχρόνως. Από μια μυτερή ραφή στη μέση της ανάβλυζε μια πλούσια πιέτα-για να καλύπτει τα λακκάκια στη βάση της σπονδυλικής της στήλης, χύθηκε ασυγκράτητη η φαντασία του-, αυθάδικα λακκάκια, ανυποχώρητα, πελώρια αποσιωπητικά, όλο υπόσχεση και απορία, που μάταια υπονόμευε η αξιοπρέπεια. Οι λέξεις που έφταναν στη γλώσσα του τον έβρισκαν απροετοίμαστο, γνώριζαν περισσότερα απ' τον ίδιο, δεν του επέτρεπαν καμιά παρέμβαση, λες κι είχαν αυτόνομη, ξένη ζωή, που αυτός έπρεπε μάλλον να την καταλάβει παρά να την ελέγξει. Τελικά κατάφερε το δεύτερο, εμποτισμένος όμως ως το κόκκαλο από την έλξη αυτών των δύο βαθουλωμάτων με την ξεθωριασμένη του σφραγίδα. Δεν είπε τίποτα, η στιγμή αποκτούσε κυρι...