Debate
Ακούστηκαν πολλά. Οι τηλεοπτικές προετοιμασίες καθώς και οι αλλαγές στη ροή των προγραμμάτων των καναλιών για το debate των πολιτικών αρχηγών ενόψει των Ευρωεκλογών υπήρξαν μεγαλειώδεις. Σε μια κατά βάση εποχή της δύναμης της εικόνας, ο δημόσιος διάλογος έχει μετατοπιστεί πλέον στο μέσο της τηλεόρασης. Έτσι, λοιπόν και σε αυτό τον πολιτικό διάλογο, που κάθε άλλο παρά διάλογος ήταν, που πραγματοποιήθηκε, αυτό που αποτέλεσε το κίνητρο αλλά και το αποτέλεσμά του ήταν η νίκη στο παιχνίδι των εντυπώσεων.
Σε έναν θεσμό που κρατάει πλέον 20 χρόνια, η εξέλιξη στους κανόνες διεξαγωγής του υπήρξε μηδενική. Ο κατ' ευφημισμόν διάλογος κατέρριψε ακόμη και τα προσχήματα. Όσοι τηλεθεατές το παρακολούθησαν, επαναλαμβάνω όσοι, είχαν μπροστά στην οθόνη τους τέσσερις κομματικούς ηγέτες και ένα στέλεχος, το οποίο και παρεμπιπτόντως δικαιολόγησε την παρουσία του σε αντικατάσταση του αληθινού προέδρου του κόμματός του στο γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί μια ομάδα και όλοι είναι φίλοι μεταξύ τους, οι οποίοι επαναλάμβαναν τις θέσεις τους σα σε δελτίο τύπου.
Δεν μπορεί, βέβαια, κανείς να αμφισβητήσει το μεγάλο επικοινωνιακό χάρισμα του κ. Καραμανλή και του κ. Καρατζαφέρη, ο οποίος επιδίωξε να αποδιώξει το χαρακτηρισμό του άκρου. Στο τέλος, ωστόσο, δεν παρέλειψε να παρουσιάσει επιδεικτικά τη γενναία του προσφορά για τους φτωχούς αυτού του έθνους. Και οι δυο, όμως, επιχείρησαν μια μάλλον ψεύτικη προσέγγιση προς τους φτωχούς αυτής της χώρας.
Το γεγονός ότι η ελληνική συνήθεια του debate, γιατί περί συνήθειας πρόκειται και δη ελληνικής, καθίσταται παγκόσμια πρωτοτυπία τουλάχιστον όσον αφορά στους όρους διεξαγωγής του πρέπει να προβληματίζει εντόνως τους πολιτικούς που προάγουν το διάλογο και τους δημοσιογράφους που υποτίθεται ότι τον υπηρετούν. Επίσης, ανήκουμε και στη μοναδική χώρα της Ευρώπης η οποία διεξάγει αυτό το θεσμό σε περίοδο πριν από τις Ευρωεκλογές. Και αυτό επίσης, επισημαίνει πολλά.
Η αξία της διαμόρφωσης της πολιτικής συνείδησης έγκειται στο κατά πόσο μπορεί ένας πολιτικός να συμβάλλει στην ελευθερία της ατομικής βούλησης. Και σε αυτό το debate γκρεμίστηκε κάθε τέτοια προσδοκία. Όλοι μαζί συμφώνησαν στους όρους για τη συμμετοχή στο ίδιο παιχνίδι των εντυπώσεων που βλέπουμε και ακούμε κάθε μέρα και κάθε μέρα χωρίς ένα ίχνος αυτογνωσίας για τη βαρετή κοινοτυπία.
Έχουν αντιστραφεί οι ρόλοι του πολιτικού status. Η έμφαση στην εδραίωση του καλού κοινωνικού προφίλ των πολιτικών έχει αντικαταστήσει άρδην την ιδεολογία τους. Και ένα δυνατό δημόσιο προφίλ απαιτεί και την προβολή τους από τα ΜΜΕ και ιδιαιτέρως από την τηλεόραση που συνεπάγεται κατευθείαν την αύξηση της δημοτικότητάς τους.
Ένα debate χωρίς λόγο και πολύ χειρότερα χωρίς αντίλογο. Είναι άδικο ο ευγενέστερος θεσμός της δημοκρατίας να καταντά μέρος της προεκλογικής καμπάνιας. Πέντε προγραμματικές δηλώσεις για τα σχέδια των κομμάτων μετεκλογικά. Ακόμη και με αυτή την ιδιότητα να το δει κανείς έχουν χάσει όλοι, αφού δεν αναφέρθηκε κάτι καινοτόμο, κάτι που να περιλαμβάνει λύσεις σε προβλήματα και στροφή στις αξίες. Δεν υπήρχε η ευτυχής συγκυρία του αιφνιδιασμού, της είδησης και της αλλαγής.
Όλοι προσπάθησαν με κάθε είδους κανόνες της γλώσσας του σώματος να εντυπωσιάσουν, να πείσουν, να συγκινήσουν. Αλλά το βλέμμα παραμένει το ίδιο. Είναι το μόνο που δεν υπακούει σε αυτούς τους γελοίους κανόνες πειθούς. Άλλωστε, η ζωντάνια και τα έντονα συναισθήματα που σηματοδοτούν την πολιτική ιδεολογία δε μεταφέρθηκαν στο κοινό που το παρακολούθησε. Όλοι ανέμεναν τον αγώνα μπάσκετ εκείνο το βράδυ..
Σε έναν θεσμό που κρατάει πλέον 20 χρόνια, η εξέλιξη στους κανόνες διεξαγωγής του υπήρξε μηδενική. Ο κατ' ευφημισμόν διάλογος κατέρριψε ακόμη και τα προσχήματα. Όσοι τηλεθεατές το παρακολούθησαν, επαναλαμβάνω όσοι, είχαν μπροστά στην οθόνη τους τέσσερις κομματικούς ηγέτες και ένα στέλεχος, το οποίο και παρεμπιπτόντως δικαιολόγησε την παρουσία του σε αντικατάσταση του αληθινού προέδρου του κόμματός του στο γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί μια ομάδα και όλοι είναι φίλοι μεταξύ τους, οι οποίοι επαναλάμβαναν τις θέσεις τους σα σε δελτίο τύπου.
Δεν μπορεί, βέβαια, κανείς να αμφισβητήσει το μεγάλο επικοινωνιακό χάρισμα του κ. Καραμανλή και του κ. Καρατζαφέρη, ο οποίος επιδίωξε να αποδιώξει το χαρακτηρισμό του άκρου. Στο τέλος, ωστόσο, δεν παρέλειψε να παρουσιάσει επιδεικτικά τη γενναία του προσφορά για τους φτωχούς αυτού του έθνους. Και οι δυο, όμως, επιχείρησαν μια μάλλον ψεύτικη προσέγγιση προς τους φτωχούς αυτής της χώρας.
Το γεγονός ότι η ελληνική συνήθεια του debate, γιατί περί συνήθειας πρόκειται και δη ελληνικής, καθίσταται παγκόσμια πρωτοτυπία τουλάχιστον όσον αφορά στους όρους διεξαγωγής του πρέπει να προβληματίζει εντόνως τους πολιτικούς που προάγουν το διάλογο και τους δημοσιογράφους που υποτίθεται ότι τον υπηρετούν. Επίσης, ανήκουμε και στη μοναδική χώρα της Ευρώπης η οποία διεξάγει αυτό το θεσμό σε περίοδο πριν από τις Ευρωεκλογές. Και αυτό επίσης, επισημαίνει πολλά.
Η αξία της διαμόρφωσης της πολιτικής συνείδησης έγκειται στο κατά πόσο μπορεί ένας πολιτικός να συμβάλλει στην ελευθερία της ατομικής βούλησης. Και σε αυτό το debate γκρεμίστηκε κάθε τέτοια προσδοκία. Όλοι μαζί συμφώνησαν στους όρους για τη συμμετοχή στο ίδιο παιχνίδι των εντυπώσεων που βλέπουμε και ακούμε κάθε μέρα και κάθε μέρα χωρίς ένα ίχνος αυτογνωσίας για τη βαρετή κοινοτυπία.
Έχουν αντιστραφεί οι ρόλοι του πολιτικού status. Η έμφαση στην εδραίωση του καλού κοινωνικού προφίλ των πολιτικών έχει αντικαταστήσει άρδην την ιδεολογία τους. Και ένα δυνατό δημόσιο προφίλ απαιτεί και την προβολή τους από τα ΜΜΕ και ιδιαιτέρως από την τηλεόραση που συνεπάγεται κατευθείαν την αύξηση της δημοτικότητάς τους.
Ένα debate χωρίς λόγο και πολύ χειρότερα χωρίς αντίλογο. Είναι άδικο ο ευγενέστερος θεσμός της δημοκρατίας να καταντά μέρος της προεκλογικής καμπάνιας. Πέντε προγραμματικές δηλώσεις για τα σχέδια των κομμάτων μετεκλογικά. Ακόμη και με αυτή την ιδιότητα να το δει κανείς έχουν χάσει όλοι, αφού δεν αναφέρθηκε κάτι καινοτόμο, κάτι που να περιλαμβάνει λύσεις σε προβλήματα και στροφή στις αξίες. Δεν υπήρχε η ευτυχής συγκυρία του αιφνιδιασμού, της είδησης και της αλλαγής.
Όλοι προσπάθησαν με κάθε είδους κανόνες της γλώσσας του σώματος να εντυπωσιάσουν, να πείσουν, να συγκινήσουν. Αλλά το βλέμμα παραμένει το ίδιο. Είναι το μόνο που δεν υπακούει σε αυτούς τους γελοίους κανόνες πειθούς. Άλλωστε, η ζωντάνια και τα έντονα συναισθήματα που σηματοδοτούν την πολιτική ιδεολογία δε μεταφέρθηκαν στο κοινό που το παρακολούθησε. Όλοι ανέμεναν τον αγώνα μπάσκετ εκείνο το βράδυ..
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου