Ο νέος μύθος της αιώρας

Κάποιος τρελός ρομαντικός κρέμασε στην αυλή του σπιτιού του μια αιώρα, για τις στιγμές που θα κλείνει τα μάτια του και θα αποχαιρετά μαζί με τα τζιτζίκια και το ηλιοβασίλεμα τη μέρα που φεύγει, για να αποτάξει μαζί με ένα ποτήρι κρασί τις μικρές αυτοκτονίες της καθημερινότητας. Τις ακροβασίες ανάμεσα στον εαυτό του και τους συμβιβασμούς του έξω από αυτόν.
Για τα νανοδευτερόλεπτα που χρειάστηκε να περάσουν χωρίς απόφαση και σιγουριά και κατέληξαν στο συμβιβασμό και την άχρωμη προσπέλαση όσων τον κάνουν να χαμογελάει. Τα σκοινιά της αιώρας μπερδεύονται με τον αέρα, μαζί και τα μακριά μαλλιά του θεού της μέθης και της τρέλας, λίγη από την μυρωδιά της αρμύρας που ξέμεινε στην εποχή του τρύγου και ο αγέρας την έφερε πίσω πάλι, προδίδοντας το μυαλό και την ανάγκη. Λίγη από τη δική του ανάγκη για να φέρει πάλι όσα λαχταρά η νιότη και η μυρωδιά της βροχής. Γονιμότητα και φρεσκάδα. Γεύεται τα λαχταριστά παιδιά της γης, που γέννησε από το ράντισμα των δικών του καρπών χωρίς λίπασμα, με το νερό και την τσάπα, η μαγεία της γης να μετατρέπει το ξερό χορτάρι στο  πράσινο των καρπών της, μια άλλης μορφής μήτρα που πάντα τον συγκλόνιζε.
Googlάρει για να βρει το δρόμο, ξέχασε πώς να πάει. Έχει χρόνια να τρέξει στους αγρούς, να μαζέψει μαργαρίτες, να μυρίσει την άνοιξη, να δοκιμάσει τη ρώγα του σταφυλιού και να αποφανθεί για την ώρα του τρυγητή. Τις μέρες που με μαγεμένο το μυαλό δίνει στους χειμώνες το γλυκό κάψιμο του ουρανίσκου, τα αρώματα από τις ποικιλίες, τη μέθη και την υπομονή του τρύγου. Και η παρέα που δοκιμάζει πρώτη στα σοκάκια, εκείνη που ωρίμασε για να περάσει από το γάλα στο κρασί. Σ’ εκείνο το κορίτσι που μπέρδεψε το λοβό του με μια ρώγα, ο πιο αληθινός εαυτός, ένα μείγμα από ανθρώπους, ορίζοντες και αεράκια, από αυτά που τον γυρνούν στο χαμένο χρόνο. Το ρίσκο της λήθης και το δικαίωμα της μνήμης.
Η «καλημέρα» που άνοιξε τη μέρα με χαμόγελο και ζωντάνια, η γειτόνισσα που πέρασε για την καθιερωμένη ανταλλαγή προϊόντων. Αναγνωρίζει τα ίχνη από τα παπούτσια του, την αγωνία του, να μυρίσει δυόσμο και βασιλικό τα ήρεμα μεσημέρια που διοικούν οι κιθάρες των τζιτζικιών και κάποτε οι γλάροι. Ξανασυναντά το πρώτο ερέθισμα για την αιώρηση ανάμεσα στην ευτυχία και την ελευθερία. Τρέχει για να πιάσει το ουράνιο τόξο και να συγκρατήσει την αγνότερη μυρωδιά που τον έχρισε με ζωή και με την ευλογία να μην ξεχνά ποτέ την αιώρηση αυτή. Τα κλειστά μάτια τρέμουν από την αγωνία για το ρίσκο.
Τα χέρια μοσχοβολούν τριαντάφυλλα και τη γεμάτη γεύση του ώριμου σταφυλιού, με αυτά την κράτησε σφιχτά περπατώντας ξυπόλητος στην άμμο και η νύχτα πήρε τις υποσχέσεις και τα μυστικά, η μουσική της φύσης, σαν να υπάκουαν όλα στο «ντο-ρε» της στιγμής, η απόλυτη αρμονία σώματος και φύσης. Από τα μάτια πέρασε στον ορίζοντα όταν ο ήλιος έδυε και τα μάτια του δακρυσμένα, άνοιξαν, την ώρα που και ο δικός του ήλιος έδυε. Η αιώρα συγκράτησε το μυαλό σε όσα ήρθαν για να περάσουν όλα στη λησμονιά της επόμενης αδυσώπητης μέρας, όσα η πόλη ονειρεύτηκε για το νέο άνδρα και όσα η μικρή πατρίδα του, τον μεγάλωσε και τον δίδαξε και τώρα οι καιροί τον φέρνουν πάλι πίσω σ’ αυτήν κουβαλώντας τα gadgets της εποχής…

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Οι "Αθηναίες" της Σοφίας Κροκιδά, είναι ένα ταξίδι στον ανθρώπινο χωροχρόνο

Στη Μέσα (μας) Μάνη

Τα δώρα δε δωρίζονται