Κάποιος τρελός ρομαντικός κρέμασε στην αυλή του σπιτιού του μια αιώρα, για τις στιγμές που θα κλείνει τα μάτια του και θα αποχαιρετά μαζί με τα τζιτζίκια και το ηλιοβασίλεμα τη μέρα που φεύγει, για να αποτάξει μαζί με ένα ποτήρι κρασί τις μικρές αυτοκτονίες της καθημερινότητας. Τις ακροβασίες ανάμεσα στον εαυτό του και τους συμβιβασμούς του έξω από αυτόν. Για τα νανοδευτερόλεπτα που χρειάστηκε να περάσουν χωρίς απόφαση και σιγουριά και κατέληξαν στο συμβιβασμό και την άχρωμη προσπέλαση όσων τον κάνουν να χαμογελάει. Τα σκοινιά της αιώρας μπερδεύονται με τον αέρα, μαζί και τα μακριά μαλλιά του θεού της μέθης και της τρέλας, λίγη από την μυρωδιά της αρμύρας που ξέμεινε στην εποχή του τρύγου και ο αγέρας την έφερε πίσω πάλι, προδίδοντας το μυαλό και την ανάγκη. Λίγη από τη δική του ανάγκη για να φέρει πάλι όσα λαχταρά η νιότη και η μυρωδιά της βροχής. Γονιμότητα και φρεσκάδα. Γεύεται τα λαχταριστά παιδιά της γης, που γέννησε από το ράντισμα των δικών του καρπών χωρίς λίπασμα, με το νερ...